Παίζω πριν από τότε που θυμάμαι.
Όσο γερνάω,
τα παιχνίδια μου αλλάζουν,
εκτοπίζοντας τα προηγούμενα
(λίγα αντέχουν στο χρόνο).
Από τα matchbox
στα τηλεκατευθυνόμενα,
στα συγκρουόμενα και τα kart
και απ’ τα 18
στα κανονικά αυτοκίνητα.
Απ’ τα lego, τα mecanno και τη monopoly
στις business.
Απ’ το «γιατρό» των 5 ετών
στο Καμασούτρα…
Όσο γερνάω, βαραίνω, προτιμώ τα πιο τεμπέλικα, τα πιο καθιστικά, αυτά που τελειώνουν πιο γρήγορα, τα πιο πρακτικά, τα πιο εγκεφαλικά.
Μια μέρα μπήκε στη ζωή μου ένα παιδί.
7 χρονών, γιος της συντρόφου μου.
Και τότε, ξαφνικά:
«Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά!»
Μου πήρε χρόνο να βρω το κλειδί που θα μου άνοιγε την πόρτα της μέθεξης…
Στην αρχή, προσπάθησα να είμαι ο εαυτός μου.
Καλό για το μικρό, καλό και για μένα,
γέλια και χαρές,
αλλά τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμη.
Απολάμβανα το ρόλο του μέντορα,
προσπαθούσα να αφαιρέσω τα βαρετά παιχνίδια με πιο «χρήσιμα»,
έψαχνα το βαθμό διδαχής του κάθε παιχνιδιού.
Τον κατεύθυνα εκεί που πίστευα ότι ήταν το καλύτερο γι’ αυτόν.
Ώσπου μια μέρα, ένα γλυκό σούρουπο του Ιουνίου στην Πούντα Ζέζα,
έγινε μία μικρή αποκάλυψις.
Διάβαζα εφημερίδα στην παραλία, Μέγιστη στιγμή, ιερή.
Μετά από δυο έντονες, χορτάτες δεκαετίες ανοίγματος,
αισθάνεσαι να κλείνεις.
Δεν ονειρεύεσαι τίποτα καλύτερο απ’ το αργό, βασανιστικό ξεσκόνισμα της εφημερίδας στην παραλία,
άδεια από ανθρώπους,
γεμάτη από γλάρους, ψαρόβαρκες, γλυκά κύματα
και γαλάζιο, πολύ γαλάζιο.
Το σκορ στα ναι-όχι της ημέρας ήταν 9-0, οπότε δικαιούμουν ένα όχι,
αλλά η επιμονή του μικρού έσκαγε γάιδαρο.
«Μα σε λίγο νυχτώνει, δεν προλαβαίνουμε, την επόμενη φορά»
κανένα δε απέδωσε.
Αρχίσαμε να χτίζουμε κάστρο στην άμμο στις 7 το απόγεμα!
Τι πιο «άχρηστο» από ένα κάστρο στην άμμο,
το οποίο μάλιστα όταν τελειώσει θα ’ναι νύχτα και θα κρυώνουμε και θα πρέπει να φύγουμε κι ούτε φωτογραφία δεν θα μπορέσουμε να το βγάλουμε;
Και μιλάμε για δουλειά, όχι παίξε-γέλασε.
Διαφωνήσαμε αρχιτεκτονικά, στατικά, μηχανολογικά, αισθητικά, κατασκευαστικά,
κουβαλήσαμε πέτρες για να γεμίσουμε το κάστρο,
(ουφ, κουράστηκα ήδη…)
κουβαλήσαμε λάσπη για να το χτίσουμε,
(ποτάμι ο ιδρώτας…)
στρογγυλέψαμε ξανά και ξανά και ξανά τις γωνίες του,
(θέλει Ιώβειο υπομονή η άμμος…)
μαζέψαμε άσπρες πέτρες για τη σκεπή,
κόκκινες πέτρες για τερακότα,
φτιάξαμε πόρτα και παράθυρα από πεταμένες σακούλες,
κάναμε τα κλαδάκια δέντρα και πρασινίσαμε τον κήπο,
βάλαμε έναν ασβεστόλιθο ανάποδα και φτιάξαμε πισίνα,
πέτρινα μονοπάτια στον κήπο,
φράχτη, είσοδο και
(ουφ…)
ΤΕΛΟΣ!
Όσο χτίζαμε, τόσο κατέρρεε ο ορθολογισμός μου.
Ο μικρός βυθιζόταν στο παραμύθι του και μ’ έπαιρνε μαζί του.
Ο ιδρώτας της δημιουργίας, της ομαδικής δουλειάς και του τρελού κεφιού γλυκός σα μέλι.
Και θαρρώ πως μαζί του χυνόταν και όλο μου το τελεολογικό κομμάτι.
Τα σημαντικά έγιναν ασήμαντα και τα ασήμαντα πολύτιμα.
Από τότε χτίσαμε κάστρα πολλά,
το επόμενο καλύτερο απ’ το προηγούμενο.
Εκείνο το βράδυ έλυσα το αίνιγμα του Διονύση Σαββόπουλου.
Αφέθηκα στο ζεν ρυθμό του μικρού
κι απόλαυσα το
ταξείδι.
Ξανάγινα παιδί.
…
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.