andy dufresne

λιτό και τεμπέλικο ιστολόγιο ασήμαντων πραγμάτων

Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

Σκέψεις μετακόμισης



Κάθε φορά που μετακομίζεις, συνειδητοποιείς πόσο λιγότερα πράγματα από εκείνα που σε περιβάλλουν σου χρειάζονται αληθινά.

Όσα κρατάς κι ας έχεις καταλάβει ότι δεν σου είναι απαραίτητα δίνουν το μέτρο της αδράνειας που αποκτάς με τα χρόνια και τις δεκαετίες. Είναι το απόβαρο των εμπειριών σου, τα άλατα που αποθέτει η ζωή στους αγωγούς της ψυχής σου.

Αυτό ισχύει και για τα βιβλία μας. Πρόσφατα άλλαξα σπίτι και, συσκευάζοντας το νοικοκυριό μου, επιθεώρησα έναν-έναν (εντάξει, τρόπος του λέγειν) τους περίπου οκτώ χιλιάδες τόμους της βιβλιοθήκης μου.


Εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες από αυτούς ξέρω πως δεν θα τους ανοίξω ποτέ πια, και όμως ελάχιστους άντεξα να πετάξω ή να χαρίσω.

Ποτέ άλλοτε δεν είχα αισθανθεί τόσο έντονα ότι γερνάω όσο τη στιγμή που βρέθηκα αντιμέτωπος με αυτή την αδυναμία μου και με τις βαριές - κυριολεκτικά! - συνέπειές της.


Σημασία δεν έχει το πόσα καλά βιβλία διαβάσαμε, αλλά το πόσο αυτά που διαβάσαμε μας διέπλασαν έτσι ώστε να μπορούμε να οραματιστούμε και εκείνα που δεν διαβάσαμε.

Από τα άλλα βιβλία μου, ξεχωρίζω δύο ακραίες κατηγορίες: τα αγαπημένα μου, εκείνα που οι σελίδες τους είναι πάντα βάλσαμο στις πληγές μου και φτερά για τη σκέψη μου, και εκείνα που ελπίζω να τα διαβάσω κάποτε, αλλά φοβάμαι όλο και περισσότερο πως δεν θα προλάβω - άλλη μια υπόμνηση του χρόνου που λιγοστεύει, η σκληρότερη όλων.

Ποιος όμως κατάφερε ποτέ, ακόμη και σε εποχές πιο φειδωλής και εκλεκτικής βιβλιοπαραγωγής, να διαβάσει όλα τα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν;



Και μήπως η αναγνωστική επεκτατικότητα δεν ανταγωνίζεται από ένα σημείο και μετά την εντατική, εσωτερική επεξεργασία των αναγνωσμάτων;

Σημασία, σε τελική ανάλυση, δεν έχει το πόσα καλά βιβλία διαβάσαμε, αλλά το πόσο αυτά που διαβάσαμε μας διέπλασαν έτσι ώστε να μπορούμε να οραματιστούμε και εκείνα που δεν διαβάσαμε.


Το παραπάνω κείμενο έγραψε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 14/10/2006.



Μετακομίζω αυτές τις μέρες και το κείμενο αυτό μ’ ακολουθεί.

Στη δική μου μετακόμιση, στη θέση των βιβλίων είναι οι δίσκοι.
Πέντε-έξι χιλιάδες θα είναι όλοι μαζί - LP, 10", 7", CD.

Σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ’ το κουβάλημα, δυσανασχετώ με τη σκέψη ότι δεν θα ξανακούσω ποτέ στη ζωή μου τους περισσότερους από αυτούς τους δίσκους.

Όχι γιατί είναι κακοί, αλλά γιατί δεν είναι τόσο καλοί ώστε να κατακτήσουν μερίδιο απ’ τον λιγοστό πια διαθέσιμο χρόνο.

Κι αν κάποιοι, για κάποιο λόγο τα καταφέρουν να ξανακουστούν, σίγουρα δεν θα τα καταφέρουν άλλοι, οι περισσότεροι.

Δεν μου πάει να τους πουλήσω, είναι κεφάλαιο της μνήμης μου, είναι το άλας στους αγωγούς της ψυχής μου.

Τους αγόρασα έναν, έναν - θυμάμαι την αγωνία για το πρώτο άκουσμα.

Παλιά μ’ ενδιέφερε ν’ ανακαλύψω πρώτος the next big thing. Τώρα, προτιμώ ν’ ψάξω για μια ακόμη πτυχή ενός χιλιοακουσμένου κλασσικού.

Όταν μεγαλώνεις, τα δευτερόλεπτα βαραίνουν, ο χτύπος του ρολογιού είναι πιο δυνατός.

Δεν αντέχω πια ν’ ακούσω εκατό καινούργια, για να ανακαλύψω πέντε καλά.
Κι ακόμα περισσότερο δεν αντέχω την ιδέα ότι κι αυτά τα πέντε καλά, κατά πάσα πιθανότητα θα μείνουν στη σκιά του Dylan, των Velvet και των Kinks.

Πάντα έλεγα ότι αν και όταν συμβεί αυτό, θα είναι το σημάδι ότι εμφανίστηκαν οι πρώτες εγκεφαλικές ρυτίδες.

Αλλά, όπως λέει, ελαφρώς παραφρασμένος και ο Κούρτοβικ:

«ποιος όμως κατάφερε ποτέ να ακούσει όλους τους δίσκους που αξίζει να ακουστούν; Σημασία, σε τελική ανάλυση, δεν έχει το πόσους καλούς δίσκους ακούσαμε, αλλά το πόσο αυτά που ακούσαμε μας διέπλασαν έτσι ώστε να μπορούμε να οραματιστούμε και εκείνα που δεν ακούσαμε.»