andy dufresne

λιτό και τεμπέλικο ιστολόγιο ασήμαντων πραγμάτων

Τρίτη, Απριλίου 25, 2006

Τοσκάνη Γ’ Εθνική



Η Τοσκάνη είναι ένας από τους ομορφότερους νομούς του πλανήτη.

Οι ρομαντικοί χαλάνε χιλιόμετρα φιλμ

και οι πιο μοντέρνοι δεκάδες megabyte σκληρού δίσκου

στις πόλεις της, στα μουσεία της, στην εξοχή της.


Το blog των λιτών και τεμπέλικων ασήμαντων πραγμάτων δεν έμεινε στη Φλωρεντία και στη Σιένα.

Πήγε και στη Γ’ Εθνική - στο Arezzo, στο Caprese, στη Val D’Orcia.


Α’Εθνική εννοώ την Piazza della Signoria, την Piazzale Michelangelo, το Ponte Vecchio, το μουσείο Uffizi στη Φλωρεντία, την Piazza del Campo και τους περίφημους λόφους με τις πέτρινες βίλες και τα κυπαρίσσια κάτω από τη Σιένα και άλλα του ιδίου επιπέδου.

Β’ Εθνική εννοώ την Piazza Santo Spirito, το Palazzo Pitti στην Φλωρεντία, την Pisa, τη Lucca, το San Gimignano, το Montepulciano και τόσα άλλα υπέροχα μέρη.

Υπάρχει όμως και η Γ’ Εθνική, τα μέρη που δεν θα βρείτε στους περισσότερους οδηγούς του κόσμου κι όπου τα βρείτε θα είναι με ψιλά γράμματα.

Στην Τοσκάνη η Γ’ Εθνική είναι επίπεδο Πηλίου!
(θεωρώ το βουνό των Κένταυρων το ομορφότερο μέρος στη γειτονιά μας…)


To Vinci, γενέτειρα του Leonardo Da Vinci, το Arezzo του Petrarca, η Cortona, η Pienza, το Caprese, εκεί που γεννιέται ο Τίβερης και γεννήθηκε ο Michelangelo.


Μικρές, ταπεινές, άγνωστες, ασήμαντες πόλεις ανάμεσα στις ονομαστές γειτόνισσές τους.

Τα μέρη δηλαδή που τριγυρνά το τεμπέλικο blog που τιμάτε.



Κατά σειρά εμφάνισης: (i) οι αγχολυτικοί λόφοι της Val D’Orcia (ii) η κεντρική πλατεία του Arezzo (iii) το σπίτι του Petrarca στο Arezzo (iv) το σπίτι του Michelangelo στο Caprese (v) τυπική Τοσκανέζικη βίλα στο Monte Amiata



Τετάρτη, Απριλίου 19, 2006

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά



Παίζω πριν από τότε που θυμάμαι.

Όσο γερνάω,
τα παιχνίδια μου αλλάζουν,
εκτοπίζοντας τα προηγούμενα
(λίγα αντέχουν στο χρόνο).

Από τα matchbox
στα τηλεκατευθυνόμενα,
στα συγκρουόμενα και τα kart
και απ’ τα 18
στα κανονικά αυτοκίνητα.
Απ’ τα lego, τα mecanno
και τη monopoly
στις business.
Απ’ το «γιατρό» των 5 ετών
στο Καμασούτρα…

Όσο γερνάω, βαραίνω, προτιμώ τα πιο τεμπέλικα, τα πιο καθιστικά, αυτά που τελειώνουν πιο γρήγορα, τα πιο πρακτικά, τα πιο εγκεφαλικά.


Μια μέρα μπήκε στη ζωή μου ένα παιδί.
7 χρονών, γιος της συντρόφου μου.

Και τότε, ξαφνικά:
«Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά!»

Μου πήρε χρόνο να βρω το κλειδί που θα μου άνοιγε την πόρτα της μέθεξης…

Στην αρχή, προσπάθησα να είμαι ο εαυτός μου.
Καλό για το μικρό, καλό και για μένα,
γέλια και χαρές,
αλλά τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμη.
Απολάμβανα το ρόλο του μέντορα,
προσπαθούσα να αφαιρέσω τα βαρετά παιχνίδια με πιο «χρήσιμα»,
έψαχνα το βαθμό διδαχής του κάθε παιχνιδιού.
Τον κατεύθυνα εκεί που πίστευα ότι ήταν το καλύτερο γι’ αυτόν.

Ώσπου μια μέρα, ένα γλυκό σούρουπο του Ιουνίου στην Πούντα Ζέζα,
έγινε μία μικρή αποκάλυψις.


Διάβαζα εφημερίδα στην παραλία, Μέγιστη στιγμή, ιερή.
Μετά από δυο έντονες, χορτάτες δεκαετίες ανοίγματος,
αισθάνεσαι να κλείνεις.
Δεν ονειρεύεσαι τίποτα καλύτερο απ’ το αργό, βασανιστικό ξεσκόνισμα της εφημερίδας στην παραλία,
άδεια από ανθρώπους,
γεμάτη από γλάρους, ψαρόβαρκες, γλυκά κύματα
και γαλάζιο, πολύ γαλάζιο.

Το σκορ στα ναι-όχι της ημέρας ήταν 9-0, οπότε δικαιούμουν ένα όχι,
αλλά η επιμονή του μικρού έσκαγε γάιδαρο.
«Μα σε λίγο νυχτώνει, δεν προλαβαίνουμε, την επόμενη φορά»
κανένα δε απέδωσε.

Αρχίσαμε να χτίζουμε κάστρο στην άμμο στις 7 το απόγεμα!



Τι πιο «άχρηστο» από ένα κάστρο στην άμμο,
το οποίο μάλιστα όταν τελειώσει θα ’ναι νύχτα και θα κρυώνουμε και θα πρέπει να φύγουμε κι ούτε φωτογραφία δεν θα μπορέσουμε να το βγάλουμε;

Και μιλάμε για δουλειά, όχι παίξε-γέλασε.

Διαφωνήσαμε αρχιτεκτονικά, στατικά, μηχανολογικά, αισθητικά, κατασκευαστικά,
κουβαλήσαμε πέτρες για να γεμίσουμε το κάστρο,
(ουφ, κουράστηκα ήδη…)
κουβαλήσαμε λάσπη για να το χτίσουμε,
(ποτάμι ο ιδρώτας…)
στρογγυλέψαμε ξανά και ξανά και ξανά τις γωνίες του,
(θέλει Ιώβειο υπομονή η άμμος…)
μαζέψαμε άσπρες πέτρες για τη σκεπή,
κόκκινες πέτρες για τερακότα,
φτιάξαμε πόρτα και παράθυρα από πεταμένες σακούλες,
κάναμε τα κλαδάκια δέντρα και πρασινίσαμε τον κήπο,
βάλαμε έναν ασβεστόλιθο ανάποδα και φτιάξαμε πισίνα,
πέτρινα μονοπάτια στον κήπο,
φράχτη, είσοδο και
(ουφ…)

ΤΕΛΟΣ!

Όσο χτίζαμε, τόσο κατέρρεε ο ορθολογισμός μου.
Ο μικρός βυθιζόταν στο παραμύθι του και μ’ έπαιρνε μαζί του.
Ο ιδρώτας της δημιουργίας, της ομαδικής δουλειάς και του τρελού κεφιού γλυκός σα μέλι.
Και θαρρώ πως μαζί του χυνόταν και όλο μου το τελεολογικό κομμάτι.
Τα σημαντικά έγιναν ασήμαντα και τα ασήμαντα πολύτιμα.

Από τότε χτίσαμε κάστρα πολλά,
το επόμενο καλύτερο απ’ το προηγούμενο.


Εκείνο το βράδυ έλυσα το αίνιγμα του Διονύση Σαββόπουλου.

Αφέθηκα στο ζεν ρυθμό του μικρού
κι απόλαυσα το
ταξείδι.

Ξανάγινα παιδί.



πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Σάββατο, Απριλίου 15, 2006

Το ασήμαντο δράμα της Virgola

Χώραγε σε μια χούφτα.
Την πέταξαν στο ίδιο γιαπί που λίγες μέρες πριν κάποιοι άλλοι εγκατέλειψαν δυο σκυλιά.
Το μικροσκοπικό τρίχρωμο γατί βρήκε καταφύγιο κάτω από κάτι παλέτες.

Κάθε φορά που επισκεπτόμουν την οικοδομή πήγαινα φαγητό στα σκυλιά και στο γατί.
Με το που κούναγα τη σακούλα με το φαγητό, έβγαινε από το καταφύγιο, έδειχνε τα δόντια της στα σκυλιά, άρπαζε το μερίδιό της και ξαναχωνόταν στην κρυψώνα της.
Ήταν τόσο κατατρομαγμένη που δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει, ούτε συζήτηση για χάδι.

Πέρασαν δυο μήνες, μεγάλωνε, ίσα-ίσα που χώραγε κάτω απ’ τις παλέτες.
Δεν αντέξαμε, την πήραμε στο σπίτι.
Πήρε μήνες να μας αφήσει να την χαϊδέψουμε.
Ακόμα και τώρα, πέντε χρόνια μετά, δεν αφήνει καλεσμένο να τη χαϊδέψει, δύο γατοφιλομανιακοί είναι η εξαίρεση – πώς τους κατάλαβε η άτιμη;!

Κοιμόταν σε όλα τα απίθανα κρεβάτια που εφευρίσκουν οι γάτες, πάντοτε κουλουριασμένη σαν κόμμα, το σημείο στίξης εννοώ.
Και το όνομα αυτής Virgola (κόμμα στα Ιταλικά).

Όλα καλά.


Λίγους μήνες πριν, η σύντροφός μου κι εγώ δώσαμε παραγγελία στον πελαργό, το καλοκαίρι περιμένουμε παιδί.

«Η γάτα πρέπει να απομακρυνθεί» είπε ορθά, κοφτά ο γυναικολόγος και το μικρό δράμα ξεκίνησε.


Δίπλα στη μεγάλη χαρά, ένα μικρό δράμα.


Εξετάσαμε όλες τις λύσεις.
Φίλοι, συγγενείς, τίποτα.
Η μόνη λύση να την πάρω στο γραφείο της δουλειάς, ώσπου να βρούμε μεγαλύτερο σπίτι, ψάχνουμε εδώ και καιρό…


Η τρομαγμένη Virgola κλείστηκε σ’ ένα γραφείο δέκα τετραγωνικών μέτρων και κλείστηκε ακόμα πιο πολύ στον εαυτό της.
Άρχισε να χάνει το τρίχωμά της, γέμισε το σώμα της πληγές, ο κτηνίατρος δεν βρίσκει τίποτα, εξετάσεις για μύκητες, παράσιτα, καρκίνο, AIDS, τίποτα - «μάλλον είναι ψυχολογικό» λέει και ξαναλέει.


Πώς είναι να σε διώχνουν απ’ το σπίτι σου;

Πώς είναι να σε φυλακίζουν σε τέσσερις τοίχους με λίγο ήλιο μόνο το πρωί;

Πώς είναι να μην μπορείς να τρέξεις;


Πώς να της εξηγήσεις;

Πώς να της πεις να κάνει υπομονή;

Πού διδάσκουνε τη γλώσσα των γάτων;


Συμβαίνουν χιλιάδες σε μια μέρα.
Σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, σε πλούσιους και φτωχούς, σοφούς κι ανόητους, άθεους και θρήσκους, ανθρώπους και γάτους.


Δεν έχουν προτιμήσεις τα μικρά, ασήμαντα δράματα.
Αφορούν συνήθως έναν, άντε δυο.


Για τους υπόλοιπους ανύπαρκτα ή αδιάφορα…

Κυριακή, Απριλίου 02, 2006

Η μπαλάντα του Andy Dufresne


O Andy Dufresne είναι συνηθισμένος άνθρωπος.
Όχι πολύ, αλλά σπάνιος δεν είναι.
Υπάρχουν πολλοί σαν τον Andy. Δεν τους γνωρίζουμε όλους, άντε να ’χουμε γνωρίσει δυο-τρεις.
Σπάνια γράφει κανείς τραγούδια ή βιβλία γι’ αυτούς.
Αλλά όσοι τους έζησαν, δεν θα τους ξεχάσουν ποτέ.

Μιλάω βέβαια για τον πρώην τραπεζίτη, πρώην φυλακισμένο, δραπέτη εκατομμυριούχο ήρωα του Stephen King στο "The Shawshank Redemption".



Το πιο γοητευτικό στοιχείο αυτού του σύγχρονου Κόμη Μοντεκρίστο είναι τα στερεότυπα που καταρρίπτονται από τις φαινομενικές αντιφάσεις της προσωπικότητάς του.

Είναι businessman αλλά είναι Άνθρωπος.
Είναι ορθολογιστής, αλλά βαθύτατα συναισθηματικός.
Είναι συντηρητικός, , αλλά είναι τολμηρός έως θρασύς.
Είναι παθιασμένος, το μάτι του γυαλίζει, αλλά είναι γαλήνιος, πράος.
Είναι αστός, αλλά και αναχωρητής.


Aλτρουιστής businessman

Ο Andy είναι ένας πρώην τραπεζίτης, με καλές σπουδές, τεχνοκράτης. Είναι επίσης ένας γεννημένος manager. Οργανώνει, διαχειρίζεται, διδάσκει, εμπνέει. Οργανώνει άψογα τη βιβλιοθήκη της φυλακής, διαχειρίζεται τα οικονομικά του βρωμερού διευθυντή της και όλων των υπολοίπων, διδάσκει τον νεαρό Tommy, εμπνέει με κάθε του λέξη και σιωπή.


Αλλά δεν είναι ο συνήθης καριερίστας, φιλοχρήματος καπιταλιστής. Ο Andy είναι παιδί του Διαφωτισμού, ένας υπηρέτης των δυνάμεων του Καλού. Ένας ευφυής αλτρουιστής που θέλει να σπρώξει τον κόσμο μπροστά. Δίνει την ψυχή του για την βιβλιοθήκη, βολεύει όσους μπορεί σε καλές θέσεις, παθιάζεται ως μέντορας του νεαρού Tommy. Ρισκάρει την ίδια του τη ζωή για ένα καφάσι μπύρες για τους φίλους του κάτω από τον ήλιο στην ταράτσα της φυλακής.



Συναισθηματικός ορθολογιστής

Ο Andy γκρεμίζει άλλο ένα στερεότυπο.

Ένας καλός λογιστής είναι σίγουρα ορθολογιστής και ο Andy δίνει ρέστα ως λογιστής στη φυλακή. Είναι ακριβολόγος, σχολαστικός, μελετηρός. Γνωρίζει τέλεια τις αδυναμίες του γραφειοκρατικού συστήματος και δημιουργεί τον ανύπαρκτο χαρακτήρα, για να φοροδιαφεύγει ο διευθυντής της φυλακής.

Είναι όμως και βαθύτατα συναισθηματικός. Πληγώνεται απ’ την γυναίκα του την οποία λάτρευε, δένεται με τον Red, τον προσκαλεί στο Μεξικάνικο χωριό, ξαναζωντανεύει με τον νεαρό Tommy, αγαπάει κι αγαπιέται απ’ όλους.

Ένας προμηθεϊκός ορθολογιστής.


Συντηρητικός επαναστάτης

Τραπεζίτης, ίσον κεφαλαιοκράτης, ίσον συντηρητικός. Πολιτικά ορθός, σχεδόν Bostonian, παντρεμένος, με καριέρα, επίσημα γεύματα, γραβάτες και χαβιάρι.
Βο
λεμένος.

Κι όμως.


Ο Αndy δεν είναι φλώρος, είναι πολύ σκληρό καρύδι. Έχασαν όσοι πόνταραν ότι θα ήταν αυτός που θα έσπαγε πρώτος την πρώτη βραδιά στη φυλακή.
Ρισκάρει στη στέγη για τις μπύρες, τα βάζει στα ίσια με τους κακούς βιαστές, πληρώνει με ένα μήνα στην απομόνωση την τρέλα του με τη μουσική απ’ τα μεγάφωνα, στην συγκλονιστικότερη σκηνή του έργου.

Και βέβαια, οργανώνει τη μεγάλη απόδραση, οδηγεί τον άθλιο διευθυντή σε αυτοκτονία, ξετινάζει το σύστημα για να λυτρωθεί.

Μειλίχια παθιασμένος

Ο Andy είναι cool. Πολύ cool. Cooler than Jesus. Αξιοπρεπής, ευθυτενής, αγέρωχος. Φυλακίζεται αθώος, αλλά δεν θα χάσει την ψυχραιμία του ποτέ, δεν θα ουρλιάξει, δεν θα κλαψουρίσει ποτέ.

Αλλά δεν παραιτείται, δεν πεθαίνει πριν πεθάνει. Παθιάζεται, επιμένει, πεισμώνει. Είναι αδύνατον να μην κάνει κάτι, ζει ζωή γεμάτη μέσα σε τέσσερις τοίχους, γεμίζει την ημέρα του με τέχνη και παιχνίδι, σκαλίζει πέτρες και φτιάχνει πιόνια για το σκάκι.
Και τις νύχτες ξενυχτάει σκαλίζοντας τα τείχη που θα τον οδηγήσουν στην ελευθερία. Σκάβει για δεκαεννέα χρόνια χωρίς να γνωρίζει τίποτα ούτε ο καλύτερός του φίλος!

Απόλαυση το γράμμα που του έστειλαν ως απάντηση στα γράμματα που έστελνε ασταμάτητα κάθε βδομάδα ζητώντας βιβλία για τη βιβλιοθήκη της φυλακής.
Ο θρίαμβος του πάθους απέναντι στη γραφειοκρατία.


Αστός αναχωρητής

Ο Andy είναι αστός, αλλά δεν είναι ένας πολύ συνηθισμένος αστός.
Πολυσχιδής, φιλοσοφημένος, εστέτ.
Ελιτίστας, αλλά καθόλου σνομπ, φιλοσοφεί με τη γεωλογία, αγαπάει τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, το σκάκι, την καλή μουσική. Η φράση του Κουβανού στοχαστή José Martí «χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα» βρίσκει στη σκηνή με τη μουσική στα μεγάφωνα την απόλυτη δικαίωσή της.

Κι όμως, αυτός ο δυτικός, ο ορθολογιστής,

αποβάλλει το περιττό φορτίο και αναχωρεί:

«I hope the Pacific is as blue as it has been in my dreams»

λέει και χάνεται για πάντα στο laid-back Μεξικάνικο ψαροχώρι του Ειρηνικού.